- φυλλορόῳ
- φυλλορόοςleaf-sheddingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλλοροώ — φυλλοροώ, φυλλορόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής